διηγηματικά

διηγηματικά
διηγηματικός
descriptive
neut nom/voc/acc pl
διηγηματικά̱ , διηγηματικός
descriptive
fem nom/voc/acc dual
διηγηματικά̱ , διηγηματικός
descriptive
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραλογές — Ελληνικά διηγηματικά δημοτικά τραγούδια, με μια υπόθεση που συνήθως έχει θλιβερό τέλος. Ο Στίλπων Κυριακίδης διατύπωσε τη θεωρία πως οι π. έρχονται κατευθείαν από τη (μεταγενέστερη) αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου. Παραδείγματα π. είναι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”